ιδιοπρόσωπος

ιδιοπρόσωπος
ιδιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη.
επίρρ...
ἰδιοπροσώπως (Μ)
προσωπικά, ατομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι-πρόσωπος, πολυ-πρόσωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰδιοπροσώπως — ἰδιοπρόσωπος adverbial ἰδιοπρόσωπος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοπροσωπία — ἰδιοπροσωπία, ἡ (Α) [ιδιοπρόσωπος] η ιδιαίτερη έκφραση τής όψης …   Dictionary of Greek

  • ιδιοπροσωπώ — ἰδιοπροσωπῶ, έω (Α) [ιδιοπρόσωπος] (για πλανήτη) έχω ιδιαίτερη όψη σε σχέση με τον ήλιο και τη σελήνη …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”